- πικροδάφνη
- ηκαλλωπιστικό φυτό, αλλιώς νήριο, ροδοδάφνη: Κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη (Σεφέρης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πικροδάφνη ή ροδοδάφνη — (Νήριο το oλέαντρο). Φυτό της οικογένειας των αποκυνιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται συχνά ως καλλωπιστικό. Έχει μορφή θάμνου ή δενδρύλλιου και συναντάται αυτοφυές στις παραμεσόγειες περιοχές. Στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ κοινή και ως… … Dictionary of Greek
πικροδάφνη — η, Ν βοτ. η ροδοδάφνη, κοινή ονομασία τού είδους Nerium oleander, αειθαλούς θάμνου ή δέντρου τών περιοχών τής Μεσογείου με δηλητηριώδη γαλακτώδη χυμό και με εντυπωσιακά άνθη που φυτρώνουν σε δέσμες στην κορυφή τών κλαδιών, φυτού το οποίο… … Dictionary of Greek
αποκυνίδες — (apocynaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των στρεψανθών. Περιλαμβάνει ποώδη, θαμνώδη ή δενδρώδη φυτά, μερικά από τα οποία είναι αναρριχητικά. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά και τα σπέρματά τους έχουν μια τούφα από τρίχες για την… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δαφνούλα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 61 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, ΒΑ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. Έως το 1954 ονομαζόταν Σιάντος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.,… … Dictionary of Greek
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
κηροπλάστης — Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει … Dictionary of Greek
νέριο — και νήριο, το (Α νήριον) βοτ. γένος δικότυλων φυτών με ένα μόνο πολύμορφο είδος, το Nerium oleander, γνωστό ως ροδοδάφνη, πικροδάφνη, λέαντρος, που είναι αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο και φυτρώνει στις όχθες ποταμών και ρυακιών ή καλλιεργείται σε… … Dictionary of Greek
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek
ροδοδάφνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας, του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.) και βρίσκεται BΔ και κοντά στο Αίγιο. * * * η / ῥοδοδάφνη, ΝΜΑ βοτ. ονομασία τού φυτού νήριο, αλλ. πικροδάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek